- χωροσταθμώ
- Νεκτελώ χωροστάθμηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χωροστάθμη. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χωροσταθμώ — ησα, κάνω χωροστάθμηση, μετρώ το ύψος διάφορων σημείων της επιφάνειας της γης με ειδικά όργανα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωροσταθμητής — ο, Ν επιστήμονας ή τεχνικός ειδικός στη χωροστάθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωροσταθμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
χωροστάθμηση — η η πράξη του χωροσταθμώ, η ανεύρεση του υψομέτρου σημείων της γης με ειδικά όργανα, η υψομέτρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)